κιονίτης

κιονίτης
κιονίτης, ὁ (Μ) [κίων]
1. αυτός που μοιάζει με στύλο, κιονοειδής
2. αυτός που κατοικεί σε στύλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αλύπιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δύο από αυτούς εορτάζονται στις 27 Μαΐου, χωρίς να υπάρχουν πληροφορίες για τον βίο τους, εκτός από κάποιες αγνώστων χρονικογράφων. Τρεις άλλοι αναφέρονται ως επίσκοποι (Βυζαντίου, Καισαρείας και… …   Dictionary of Greek

  • Алипий Столпник — В Википедии есть статьи о других людях с именем Алипий. Алипий Столпник греч. ̓Αλύπιος ὁ Κιονίτης …   Википедия

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • АЛИПИЙ СТОЛПНИК — [греч. ̓Αλύπιος ὁ Κιονίτης] († VII в.), прп. (пам. 26 нояб.). Происходил из пафлагонского г. Адрианополя, прославился в правление имп. Ираклия (610 641). Воспитанный матерью в благочестии, А. С. с юных лет посвятил жизнь церковному служению;… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”